Αραβόσιτος

 

όλα μας τα προϊόντα και οι συνταγές μπορούν να παραχθούν σύμφωνα με τις ανάγκες του πελατών


 

 

 

 

 

 

Λίγα λόγια για τον αραβόσιτο….

 

Αραβόσιτος (Zea mays): Όλα όσα πρέπει να ξέρετε για την Τεχνική καλλιέργειας Αραβόσιτου

Το καλαμπόκι ή αραβόσιτος ή αραποσίτι (σίταρος ή σιταροπούλα στην Κύπρο) έχει την επιστημονική ονομασία Zea mays. Η ελληνική επιστημονική ονομασία του φυτού είναι Αραβόσιτος ο κοινός ή Ζέα η μαϋς

Έδαφος

Το ιδανικό έδαφος για την ανάπτυξη του φυτού είναι μέσης σύστασης, βαθύ με καλή στράγγιση αλλά και ικανοποιητική συγκράτηση υγρασίας ενώ καλό είναι να αποφεύγονται συνεκτικά εδάφη (μη ανάπτυξη ρίζας) (Καραμάνος, 1999). Οι Olson and Sander (1988) αναφέρουν ότι είναι απαραίτητο να υπάρχουν τουλάχιστον 60 εκατοστά υποστρώματος με χώμα για την ανάπτυξης της ρίζας δηλαδή μη πετρώδης υπόστρωμα (bedrock or gravel) σε λιγότερο από 60 cm. Ο du Plessis (2003) προσθέτει ότι το έδαφος πρέπει να έχει τέτοια υφή και στράγγιση ώστε να καταλαμβάνονται το 10 ως και 30% των πόρων του με αέρα.

Ο Egamberdiyeva (2007) αναφέρει ότι ο πληθυσμός ωφέλιμων βακτηρίων ρίζας καθώς και η αφομοίωση θρεπτικών εξαρτάται από την επιλογή εδάφους. Χαρακτηριστικά πλούσιας γονιμότητας εδάφη παρουσιάζουν μικρότερους πληθυσμούς βακτηρίων ενώ εδάφη με ανεπάρκεια θρεπτικών μεγαλύτερους.

Οι Adeoye and Agboola (1985) αναφέρουν ότι το εύρος pH για ιδανικές αποδόσεις είναι 6-6,5 ενώ γενικότερα παρουσιάζεται ένα εύρος ανάπτυξης 5,6 -7,5 (Καραμάνος, 1999) ή 5,8 με 7 (Espinoza and Ross, undated) ενώ υπάρχουν και αναφορές που κάνουν λόγο για ακόμα μεγαλύτερο εύρος 5-8 (Belfield and Brown, 2008). Γενικότερα έχουν γίνει προσπάθειες δημιουργίας ποικιλιών που να προσαρμόζονται σε υψηλά ή χαμηλά  pH (Greaves κ.α., 1996 και Ceballos κ.α., 1995). Ο Lexmond (1980) αναφέρει ότι υψηλές ενδείξεις οξύτητας ενδέχεται να επιφέρουν τοξικότητα χαλκού. Ωστόσο, οι Steckel κ.α. (2003) αναφέρουν ότι ο συνδυασμός χαμηλής οργανικής ουσίας σε έδαφος με pH άνω του 7 διαμορφώνουν μη ικανοποιητική απόδοση σε σπόρο.

Το Ινστιτούτο Σιτηρών (undated) έχει αποτυπώσει την σχέση της αλατότητας με την απόδοση του καλαμποκιού και βρήκε ότι όσο αυξάνεται η αλατότητα μειώνεται η απόδοση του φυτού.

 

 

 

 

 

 

Έχουν αναπτυχθεί ωστόσο ποικιλίες που προσαρμόζονται ιδανικότερα σε συνθήκες υψηλής αλατότητας καθώς έχουν ιδιαίτερη ανθεκτικότητα (Faustino κ.α., 2000, Akram κ.α., 2010 και Maiti κ.α., 2010). Ακόμα τα υβρίδια σε σχέση με τις καθαρές σειρές αραβόσιτου παρουσιάζουν μεγαλύτερη ανοχή στα άλατα (Khorasani κ.α., 2012 και Schubert κ.α., 2009). Χαρακτηριστικά σύμφωνα μεπείραμα τουMaqsood (2009) η ποικιλία S2002προέκυψε ότι είναι ιδιαίτερα ανθεκτική καθώς σε συνθήκες υψηλής αλατότητας (10 ds/m) η απόδοση σε σπόρο μειώθηκε μόλις 16% ενώ το τελικό ύψος του φυτού 9%. Από την άλλη σε καθαρές σειρές επίδραση αλατότητας 8 ds/m είχε ως αποτέλεσμα μείωση του ξηρού βάρους ως και 69% σε σχέση με μάρτυρα (1,5 ds/m) (Niu et al., 2012). Γενικότερα, η αλατότητα επιδρά στο οσμωτικό φαινόμενο και έτσι οι Cicek and Çakirlar (2002) και οι Maiti κ.α. (2010) αναφέρουν ότι η αυξημένη αλατότητα έχει ως αποτέλεσμα στο φυτό μειωμένη φυλλική επιφάνεια, μειωμένο χλωρό και νωπό βάρος και μικρότερη επιμήκυνση του βλαστού και της ρίζας. Οι Hamdy κ.α. (2002) μελέτησαν την συμπεριφορά των αλάτων στην απόδοση του ηλίανθου και του καλαμποκιού και παρατήρησαν ότι η αλατότητα στην τελική απόδοση επιδρά κατά τον ίδιο τρόπο. Έτσι κατέληξαν σε μια εξίσωση της μορφής Y=100-9,75(ΕC-1,05) με y το ποσοστό της απόδοσης, άρα όσο αυξάνεται τόσο μειώνεται γραμμικά η απόδοση του καλαμποκιού.

 

Υγρασία

Σε κάθε περίπτωση η επίδραση της άρδευσης είναι σημαντική και απαραίτητη για τον καθορισμό των αποδόσεων στο καλαμπόκι (Nagy, 2003) ενώ αναφέρονται ακόμη και τριπλάσιες αποδόσεις με την εφαρμογή άρδευσης σε σχέση με ξερική καλλιέργεια (Larson κ.α., 2001). Οι απαιτήσεις του αραβόσιτου σε νερό κυμαίνονται από 744-901 mm (Howell κ.α., 1997) Η συχνότητα άρδευσης επηρεάζει την απόδοση σπόρου του καλαμποκιού σύμφωνα με τους Kara και Biber (2008) καθώς προτείνουν πρόγραμμα άρδευσης όπου θα εφαρμόζεται δόση στο 15% της υδατοικανότητας του εδάφους ενώ οι Filintas κ.α. (2008) προτείνουν άρδευση κάθε 9 ημέρες. Ιδιαίτερα στο στάδιο της άνθησης και έπειτα από αυτό είναι απαραίτητο συνεπές πρόγραμμα άρδευσης (Quintana και Diaz, 1971). Το ίδιο αναφέρουν και οι Kranz κ.α. (2008) και Evans κ.α. (1996) ότι το φυτό έχει ιδιαίτερες ανάγκες σε άρδευση στην άνθηση και στην δημιουργία του σπάδικα. Συγκεκριμένα στα δύο κρίσιμα στάδια αυτά η υγρασία του εδάφους πρέπει να διατηρείται πάνω του 50% (Rogers, 1994). Όμοια και ο Rong (2012) προτείνει σε ορισμένες περιπτώσεις εξοικονόμηση νερού σε μεγαλύτερο βαθμό από το στάδιο του γαλακτώματος ως την ωρίμανση, έπειτα σε μικρότερο βαθμό από την επιμήκυνση του στελέχους ως την εμφάνιση του άνθους και καθόλου εξοικονόμηση από την εμφάνιση του άνθους ως το στάδιο του γαλακτώματος. Ακόμα, ίσως να επιδιώκεται εφαρμογή μεταβλητών δόσεων άρδευσης ανάλογα με τις ανάγκες του φυτού ανά περίοδο σε σχέση με σταθερό πρόγραμμα άρδευσης καθ’ όλη την διάρκεια της καλλιέργειας (σε περιπτώσεις επάρκειας υδάτινων πόρων) καθώς στην πρώτη περίπτωση παρατηρούνται λιγότερες απώλειες λόγω έκπλυσης του αζώτου (επίσης σημαντική εισροή για τον αραβόσιτο) (Sexton κ.α., 1996). Ακόμα, οι ανάγκες σε άρδευση εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και από την φυτοκάλυψη που παρουσιάζεται από την καλλιέργεια καθώς σε μεγάλη πυκνότητα φυτών παρουσιάζεται μεγάλη φυλλική επιφάνεια άρα μεγάλος ρυθμός εξατμισοδιαπνοής άρα αρκετές ανάγκες για άρδευση στο καλαμπόκι (Shaw, 1988). Έτσι, προτείνεται και ρύθμιση των πληθυσμών των φυτών ανάλογα με τα αποθέματα σε υδάτινους πόρους. Ωστόσο, σύμφωνα με τονOlson (1971) δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφορές στην χρήση νερού είτε εγκατασταθεί πυκνότητα φυτών 3500 ανά στρέμμα, 4500 ανά στρέμμα και 7000 ανά στρέμμα.

 

 

Η αποδοτικότητα χρήσης νερού μπορεί να ποικίλει ανάλογα με την δόση άρδευσης που εφαρμόζεται και χαρακτηριστικά οι Markovic κ.α. (2012) παρατήρησαν σε έτος ξερικό όσον αφορά την κλιματολογικές συνθήκες αποδοτικότητα χρήσης νερού που φτάνει τα 13.75 kg ha−1/mm ενώ σε έτος με ευνοϊκές καιρικές συνθήκες 6,16 kg ha−1/mm. Σε περιοχές με περιορισμένους υδάτινους πόρους οι Lyle και Bordovsky (1995) προτείνουν πρόγραμμα άρδευσης με συχνές εφαρμογές (ανά 3 ημέρες) και ας είναι η συνολική άρδευση λιγότερη των αναγκών που απαιτούν τα φυτά (στο 80% αναγκών). Επίσης, οι Al-Kaisi και Yin (2003) παρατηρούν ότι δόση εφαρμογής στο 80% της εξατμισοδιαπνοής είναι ικανή να επιφέρει ιδιαίτερα ικανοποιητικές αποδόσεις. Όσον αφορά τον τρόπο άρδευσης του καλαμποκιού έχει την δυνατότητα προσαρμογής και απόδοσης σε διαφορά συστήματα (αυλάκια, μπεκ, καταιονισμό και πίβοτ) (Rhoads και Yonts, 1991).

Θερμοκρασία

Το φύτρωμα των σπόρων του καλαμποκιού ενδέχεται να επηρεαστεί έστω και ελάχιστα ακόμα και από 28 oC και άνω καθώς η δράση καθορισμένων ενζύμων παραγωγής πρωτεϊνών αναστέλλεται από την κρίσιμη θερμοκρασία αυτή και έπειτα (Riley, 1981). Οι White και Reynolds (2001) και Duncan και Hesketh (1968) αναφέρουν ότι με την αύξηση της θερμοκρασίας (σε εύρος 13-38oC) υπάρχει ανάλογη αύξηση του ρυθμού έκπτυξης των φύλλων αλλά και του ρυθμού φωτοσύνθεσης. Οι Bird κ.α. (1971) βρήκαν ομοίως αύξηση του ρυθμού φωτοσύνθεσης με την αύξηση της θερμοκρασίας (εύρος μελέτης, 13 ως 28oC

 

Αντίστοιχα οι Tolenaar κ.α. (1979) και οι Thiagarajah και Hunt (1982) κατάφεραν να συσχετίσουν την ημερήσια εμφάνιση φύλλων στο καλαμπόκι με την θερμοκρασία και βρήκαν ότι όσο αυξανόταν η θερμοκρασία αυξανόταν και εμφάνιση ημερήσιων φύλλων. Ακόμα, οι Tolenaar κ.α. (1979) βρήκαν μέγιστη εμφάνιση φύλλων 0,2 ανά ημέρα για την αύξηση 1 βαθμού κελσίου. Συγκεντρωτικές έρευνες των Huntκ.α. (2001) και των Coelho και Dale (1980) παρουσιάζουν την σχέση θερμοκρασιών και ρυθμού ανάπτυξης του καλαμποκιού και βρίσκουν ότι το μέγιστο της ανάπτυξης επέρχεται ανάμεσα στους 25-33 oC. Οι Ramadoss κ.α.(2004) αναφέρουν ότι θερμοκρασίες άνω των 38oC επιφέρουν αρνητικά στην τελική απόδοση σπόρου. Οι Hardacre και Turnbull (1986) αναφέρουν ότι με την αύξηση της θερμοκρασίας παρουσιάζεται πρωιμότητα συγκομιδής στον αραβόσιτο. Μάλιστα, οι Butler και Huybers (2013) δηλώνουν ότι η παγκόσμια θέρμανση του πλανήτη ίσως επιδράσει θετικά στις αποδόσεις του καλαμποκιού στις ΗΠΑ ενώ οι Kim κ.α. (2007) και οι Urban κ.α. (2012) πιστεύουν ότι η πιθανή μελλοντική θέρμανση του πλανήτη λόγω υψηλής συγκέντρωσης διοξειδίου του άνθρακα δεν προβλέπεται να επηρεάσει την καλλιέργεια του καλαμποκιού παγκοσμίως. Χαρακτηριστικά οι Butler and Huybers (2013) κάνουν λόγο ότι στις ΗΠΑ, αύξηση της μέσης θερμοκρασίας 2oC θα μειώσει τις απώλειες αποδόσεων λόγω κλίματος από 14% μόλις στο 6%.

Συνεχώς γίνονται προσπάθειες ανάπτυξης ανθεκτικότητας του καλαμποκιού σε χαμηλές θερμοκρασίες αναζητώντας γονίδια ανάλογης έκφρασης και συμπεριφοράς (Greaves, 1996 και Nguyen κ.α., 2009).

Ενδιαφέρον είναι οι ανάγκες σε θερμομονάδες που εκτίμησαν οι Neild και Newman (1987) ανάλογα τον βαθμό ωρίμανσης της ποικιλίας επιλογής.

 

Πίνακας 1: Κατάταξη ποικιλιών αραβοσίτου ανάλογα θερμομονάδες

(Neild και Newman, 1987).

Βαθμός ωρίμανσης Ημέρες Θερμομονάδες
Πρώιμες 85-100 2100-2700
Μέσες 101-130 2400-2800
Ώψιμες 131-145 2900-3200

Μήκος ημέρας Γενικότερα το φυτό λόγω της καταγωγής του είναι βραχείας ημέρας (Καραμάνος, 1999).Οι Birch κ.α. (1997) αναφέρουν ότι φωτοπερίοδος άνω των 12,5 ωρών επιφέρει μεγαλύτερη διάρκεια ανθοφορίας και περισσότερη φυλλική επιφάνεια σε φυτά καλαμποκιού κάτι το οποίο απέδειξαν και σε πειράματα τους οι Bonhomme κ.α. (1991). Γενικότερα η επίδραση μεγάλης ημέρας επιφέρει παρατεταμένη βλαστική περίοδο, όψιμη και μειωμένη απόδοση σε σπόρο εν τέλει. Ωστόσο, γίνονται προσπάθειες μέσω της βελτίωσης των φυτών να αναπτυχθούν ποικιλίες ανεξάρτητης φωτοπεριόδου (Cole κ.α., 2010). Από την άλλη μεγάλες φωτοπερίοδοι επιφέρουν υψηλό ξηρό βάρος βιομάζας σύμφωνα με τους Hunter κ.α.(1977) και έτσι η διαχείριση του φωτός ή επιλογή της ποικιλίας πρέπει να είναι ανάλογη της τελική κατεύθυνσης της παραγωγής (σποροπαραγωγή ή βιομάζα).Μήκος ημέρας

Λίπανση

Η Σακελλαρίου (2013) εκτίμησε τις απώλειες θρεπτικών από παραγωγή 950 κιλών ανά στρέμμα όπου παρουσιάζονται στον Πίνακα.

 

Πίνακας 2: Απομάκρυνση θρεπτικών με την συγκομιδή 950 κιλών σπόρου ανά στρέμμα

(Σακελλαρίου, 2013).

Παραγωγή (kg/στρ) Άζωτο Φώσφορο Κάλιο Μαγνήσιο Ασβέστιο Θείο
950 19 8 22,5 6 5,7 4

Όταν το έδαφος εγκατάστασης καλλιεργείται συνεχώς με καλαμπόκι σύμφωνα με Iowa State University (1997) προτείνονται 17-23 κιλά αζώτου ανά στρέμμα ενώ όταν υπάρχει αυξημένη οργανική ουσία η προσθήκη μπορεί να είναι και δύο φορές μικρότερη. Όμοια οι Davis και Westfall (2009) κάνουν λόγω για ίδιες δόσεις οι οποίες ωστόσο ενδέχεται να είναι μειωμένες αν υπάρχει αυξημένο απόθεμα αζώτου στο έδαφος ή υψηλή οργανική ουσία. Ωστόσο, υπάρχουν και αναφορές όπου κάνουν λόγο για ακόμα υψηλότερες δόσεις αζώτου όταν το αποθεματικό άζωτο στο έδαφος είναι σε μικρές συγκεντρώσεις, χαρακτηριστικά σύμφωνα με τους Doegre κ.α., (1991) αναφέρετε ότι για λιγότερο από 10 ppm αποθεματικό άζωτο προτείνεται δόση αζώτου αρκετά άνω των 23 κιλών ανά στρέμμα. Η εφαρμογή προτείνεται σε δύο δόσεις μια δόση στην αρχή κατά την εγκατάσταση της φυτείας όπου καλό είναι να εφαρμόζεται λιγότερο από το μισό της εφαρμογής και μια δόση ανάμεσα από 3-4 φύλλα ως της εμφάνιση του αρσενικού άνθους.

Οι Herman και Raman (2007) βρήκαν ότι η προσθήκη ανόργανης λίπανσης ενδέχεται να επιφέρει ως και 66% υψηλότερες από εφαρμογή οργανικών πηγών θρέψης. Ωστόσο, οι Laekemariam και Gidago (2012) και Bibi κ.α. (2010) προσθέτουν ότι συνδυασμός οργανικής θρέψης (π.χ. κομπόστ 500 kg/στρέμμα) και ανόργανης μέσω λιπασμάτων επιφέρουν ιδιαίτερα υψηλές αποδόσεις σπόρου στο καλαμπόκι. Οι καλύτερες μορφές χορήγησης αζωτούχας λίπανσης είναι με εφαρμογή θεϊκής αμμωνίας ή νιτρικής αμμωνίας καθώς τότε αναμένονται μεγαλύτερες αποδόσεις σε σπόρο σε σχέση με εφαρμογές με ουρία (παρόλο που η δέσμευση αζώτου είναι υψηλότερη στην εφαρμογή ουρίας) (Kaleem Abbasi κ.α., 2013). Ωστόσο το λίπασμα καλό είναι να ενσωματώνεται όταν εφαρμόζεται καθώς οι απώλειες των αμμωνιακών εισροών είναι 11-40% της εφαρμοζόμενης αζωτούχας λίπανσης στην περίπτωση του καλαμποκιού (Cai κ.α., 2002). Λόγω των υψηλών απωλειών αζώτου που παρατηρούνται όπως και λόγω της συνεχής μόλυνση του περιβάλλοντος γίνονται προσπάθειες να αναπτυχθούν γενότυποι που να έχουν υψηλό δείκτη αποτελεσματικότητας χρήσης διαθέσιμου αζώτου (Anderson κ.α., 1985). Οι Onasanya κ.α. (2009) αναφέρουν ότι συνδυασμός 12 κιλών αζώτου ανά στρέμμα και 4 κιλά φωσφόρου επιφέρουν ικανοποιητικές αποδόσεις σπόρου. Οι Zheng-rui (2008) αναφέρουν ότι καλό είναι να αποφεύγονται υπερβολικές εφαρμογές αζωτούχας λίπανσης στο καλαμπόκι καθώς τέτοιες πρακτικές όχι μόνο δεν ευνοούν σημαντικά την τελική απόδοση αλλά έχουν ως αποτέλεσμα το φυτό να δημιουργήσει επιφανειακό ριζικό σύστημα (μη δυνατότητα προσρόφηση υδάτινων πόρων από βαθύτερα στρώματα).

Ο φώσφορος εν αντίθεση με το άζωτο δεν επιφέρει από μόνος του σημαντικές αυξήσεις στην τελική παραγωγή αν δεν συνδυαστεί με αζωτούχα λίπανση (Papanikolaou κ.α., 1983). Οι Wasonga et al. (2008) εφάρμοσαν 5 δόσεις φωσφόρο (0, 1,3, 2,6, 3,9, 5,2 kg/ στρέμμα) σε καλλιέργεια καλαμποκιού. Παρατηρώντας τα αποτελέσματα ήταν κατανοητό ότι τα φυτά παρουσίασαν αύξηση στην τελική απόδοση σε σπόρο ως την δόση των 3,9 κιλών ανά στρέμμα ενώ στην μέγιστη εφαρμογή όχι μόνο δεν υπήρχε αύξηση της απόδοση αλλά και πτώση. Από την άλλη οι Amhakhian κ.α. (2012) αναφέρουν ότι με εφαρμογές στα 10 με 12 κιλά ανά στρέμμα μεγιστοποιούνται οι αποδόσεις σε σπόρο. Οι Galavi κ.α. (2012) αναφέρουν ότι μια λύση για ικανοποιητικές αποδόσεις σε σπόρο είναι ο συνδυασμός φωσφορούχας λίπανσης στα 5 κιλά ανά στρέμμα με 100 γραμμάρια βιολογικού φωσφόρου. Όσον αφορά το φώσφορο τα εδαφικά του αποθέματα πρέπει αν είναι άνω των 16 ppm (κατά Olsen ) για να μην χρειαστεί η εφαρμογή του (Rehm κ.α., 2006).

Για υψηλές αποδόσεις είναι απαραίτητη η προσθήκη καλίου καθώς σύμφωνα με τους White κ.α.(2003) και Larson και Oldham (2008) μια ώριμη καλλιέργεια αραβόσιτου ενδέχεται να περιέχει στα φυτικά τμήματα της ως και 30 κιλά καλίου ανά στρέμμα. Oι Cheema κ.α. (1999) προτείνουν 12,5 κιλά ανά στρέμμα για να αναμένονται ικανοποιητικές αποδόσεις. Οι Ebrahimi κ.α.(2011) αναφέρουν σε περιοχές με περιορισμένη υγρασία καλό είναι να επιδιώκεται αυξημένη προσθήκη καλίου καθώς επιφέρει αύξηση της απόδοσης σε σπόρο (ακόμα και 20 κιλά ανά στρέμμα).

Σπορά

Για την παραγωγή σπόρου αν οι εδαφοκλιματικές συνθήκες είναι ιδανικές προτείνονται 7000 με 8000 φυτά ανά στρέμμα ενώ όταν το τελικό προϊόν προβλέπεται για ενσίρωμα προτείνονται 500 με 750 φυτά επιπλέον (Iowa State University, 2001). Άλλες αναφορές κάνουν λόγο για πυκνότητα φυτών 6250 με 7500 φυτά ανά στρέμμα (Hannaway και Larson, 2004). Σε πειράματα δοκιμών οι Gokmen κ.α.(2001) αναφέρουν ότι η δόση σποράς όπου προκύπτουν 7000 φυτά ανά στρέμμα είναι ιδανική καθώς προκύπτει η μεγαλύτερη απόδοση σε σπόρο. Η εφαρμογή σποράς στο καλαμπόκι σύμφωνα με τον Larson (2009) όμως πρέπει να είναι 5 με 10% με επιπλέον σπόρους για να επιτευχθούν οι παραπάνω πυκνότητες φυτών (απώλειες λόγω σποροκλίνης, φυτρώματος κ.α.). Οι Elmore και Abendroth (2008) προσθέτουν ότι οι μέγιστες παραγωγές επέρχονται με πυκνότητα σποράς 9000 σπόρων ανά στρέμμα ενώ από τους παραγωγούς δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι για κάθε αύξηση της πυκνότητας 1000 σπόρων περίπου επιβαρύνονται με 300 δολάρια κόστους σπόρου . Έτσι πρέπει ανά περίπτωση να εκτιμάτε ο ιδανικός συνδυασμός πυκνότητας, απόδοσης και κόστους. Για αρδευόμενες εκτάσεις σύμφωνα με τον Lee (2009) προτείνονται 8000-8500 σπόροι ανά στρέμμα ενώ για μη αρδευόμενες συνθήκες ως 7500 σπόρους ανά στρέμμα το πολύ ενώ παρόμοιες είναι και οι πυκνότητες που αναφέρει ο Johnson (2011) ο οποίος αναφέρει ότι η δόση σποράς πρέπει να μεταβάλλεται ανάλογα και με την υφή του εδάφους. Επίσης ο Allen (2012) αναφέρει ότι για παραγωγή βιομάζας πρέπει να επιδιώκονται ακόμα μικρότερες πυκνότητες σποράς για την ικανοποιητική απόδοση σε βιομάζα. Παρόμοιες δοσολογίες προτείνει και ο Wiatrak (undated) μέσα από έρευνες του Clemson University ανάλογα με τις εδαφοκλιματικές συνθήκες που επικρατούν. Τέλος η δόση σε κιλά σπόρου είναι περίπου 900 με 1100 γραμμάρια ανά στρέμμα (FAO, 2005).

Ο Onyango (2009) μελέτησε αποστάσεις φύτευσης και παρατήρησε ότι όσο μίκρυναν οι αποστάσεις αυξανόντουσαν οι αποδόσεις σε σπόρο (εύρος 50 με 70 cm) ενώ όμοια σε αποστάσεις 40 cm οι Turgut κ.α. (2005) βρήκαν μεγαλύτερες αποδόσεις σε βιομάζα. Όμοια ο Grosbach (2008) παρουσιάζει μεγαλύτερες αποδόσεις σε σπόρο σε αποστάσεις φύτευσης στα 38 cm ενώ τονίζει ότι με πυκνή φύτευση επιτυγχάνεται και μειωμένος ανταγωνισμός από ζιζάνια. Ο Brandley (2005) παρουσιάζει πλήθος αναφορών όπου τονίζεται ότι η πυκνή φύτευση καλαμποκιού (<75 cm) επιφέρει μεγαλύτερες αποδόσεις και μειωμένο ανταγωνισμό ζιζανίων. Ενδεικτικά οι Fanadzo κ.α. (2010) αναφέρει αύξηση 11% στην απόδοση σε σπόρο με αποστάσεις φύτευσης στα 45 cm έναντι αποστάσεων 90 cm.

Τέλος όσον αφορά το βάθος σποράς οι Nielsen (2000), North Dakota University (undated) προτείνουν ιδανική παρουσία σπόρου στα 4 cm ενώ η Pioneer Co (2009) και η Monsanto Co. (2009) αναφέρουν ανάλογα με τις συνθήκες και ιδανική σπορά στα 5 cm. O Paudel (2010) τονίζει ότι με σπορά άνω των 7 εκατοστών επηρεάζεται σημαντικά το φύτρωμα του σπόρου.

Συγκομιδή

Η συγκομιδή του αραβόσιτου πραγματοποιείται όταν η υγρασία του σπόρου κυμαίνεται από 20 ως 30% (Καραμάνος, 1999). Οι Olsen και Sanders (1988) αναφέρουν ως ιδανική στιγμή συγκομιδής όταν ο σπόρος έχει φτάσει στο 25% υγρασίας. Γενικότερα όταν η συγκομιδή πραγματοποιείται νωρίτερα τότε προκύπτει επιπλέον κόστος ξήρανσης ενώ όταν η συγκομιδή γίνεται αργότερα του αναμενόμενου παρατηρούνται μεγάλες απώλειες συγκομιδής. Οι Borgemeister κ.α.(1998) αναφέρουν έντονη προσβολή από ασθένειες σε νωρίτερη συγκομιδή και σε καθυστερημένη μειωμένη απόδοση σε σπόρο. Οι Shay κ.α.(1993) τονίζουν ότι οι απώλειες συγκομιδής το ιδανικό θα είναι να μην ξεπερνάν το 1% της παραγωγής. Το University of Arkansas (undated) έχει εκτιμήσει τις απώλειες συγκομιδής λόγω σπασίματος των σπόρων ανάλογα με την υγρασία του σπόρου και παρατηρούμε ότι όσο μεγαλύτερη υγρασία τόσο μικρότερες απώλειες.